καθελκούμαι

καθελκούμαι
καθελκοῡμαι, -όομαι (Α)
1. γεμίζω από πληγές, από έλκη («χείλεα καθηλκωμένα», Ιπποκρ.)
2. τραυματίζομαι, πληγώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθέλκωσις — καθέλκωσις, ἡ (Α) [καθελκούμαι] το αποτέλεσμα τού καθελκούμαι*, έλκωση, πλήγιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”